- οχτάρα
- η1. σύνολο οχτώ πραγμάτων.2. ο αριθμός οχτώ.3. οχτώ μέρες: Βγήκε στην αναφορά, αλλά έφαγε μια οχτάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.